- τρώω
- 1) alimenter2) carotter3) manger
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
τρώω — (σπάν. τρώγω), έφαγα βλ. πίν. 221 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τρώω — (I) Ν βλ. τρώγω. (II) Α βλ. τιτρώσκω … Dictionary of Greek
τρώω — βλ. τρώγω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξελιγουριάζομαι — τρώω κάτι για να μην αισθάνομαι λιγούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + λιγουριάζω] … Dictionary of Greek
τρωγοπίνω — τρώω και πίνω, διασκεδάζω με φαγοπότι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… … Dictionary of Greek
έδω — ἔδω (Α) 1. τρώω 2. καταναλώνω, σπαταλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ρίζα *ed «τρώω», στην οποία ανάγεται το ρήμα, εμφανίζεται κυρίως στο επικό απαρμφ. έδμεναι ενός αρχαίου αθέματου ενεστ., καθώς και στην υποτακτ. σε θέση μέλλοντος έδομαι (πρβλ. χεττ. ed mi «τρώω» … Dictionary of Greek
δειπνώ — και δειπνάω (AM δειπνῶ, έω) [δείπνον] 1. τρώγω βραδινό (α. «στρώσε μας να δειπνήσουμε και πλάγιασε, παιδί μου», Αρ. Βαλαωρ. β. ἐδείπνησα μὲ τοὺς ἐμοὺς φίλους καὶ συγγενεῑς μου γ. «ἔπεσα εἰς ὕπνον, φίλε μου...» Λίβιστρος και Ροδ. δ. «ὁ δέ… … Dictionary of Greek
επιτρώγω — ἐπιτρώγω (AM) τρώω επί πλέον, τρώω κάτι ως επιδόρπιο ή τρώω μετά από κάτι άλλο («κρόμμυον ἐπιτρώγοντας ἐν τῇ ἑορτῇ», Λουκιαν.) 2. γεν. τρώω … Dictionary of Greek
Present tense — For other uses, see Present tense (disambiguation). The present tense (abbreviated pres or prs) is a grammatical tense that locates a situation or event in present time.[1] This linguistic definition refers to a concept that indicates a feature… … Wikipedia
αρτοσιτώ — ἀρτοσιτῶ ( έω) (Α) 1. τρώγω σταρένιο ψωμί 2. τρέφομαι μόνο με άρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + σιτώ < σιτος < σίτος. Το ρ. αρτοσιτώ με τη σημασία «τρώω σίτινο άρτο» αντιτίθεται στο ρ. αλφιτοσιτώ* «τρώω άλφιτα, κριθαρένιο ψωμί», ενώ με τη σημασία … Dictionary of Greek